-
1 οἴγνῡμι
οἴγνῡμι u. οἴγω, fut. οἴξω, aor. ᾦξα, ep. gew. ὤϊξα, wie im impf. ὠΐγνυντο (vgl. das gebräuchlichere comp. ἀνοίγνυμι), öffnen; οἴξασα κληῗδι ϑύρας, aufschließend, Il. 6, 89; τῇσι ϑύρας ὤϊξε Θεανώ, ib. 298, öfter; pass., πᾶσαι δ' ὠΐγνυντο πύλαι, Il. 2, 809; absolut, ᾦξε γέροντι, er öffnete dem Alten, machte ihm die Thür auf, 24, 457; auch ὤϊξε οἶνον, sie öffnete den Wein, Od. 3, 392, d. h. das Gefäß, wie οἶγε πίϑον Hes. O. 819; οἰχϑεισᾶν πυλᾶν, Pind. N. 1, 41; οἰχϑέντος ϑαλάμου, frg. 45; πρὸς φίλους οἴγειν στόμα, Aesch. Prom. 614; οἴγειν κλῇϑρα, Eur. Herc. Fur. 332; ϑύραν τίς οἴξει μοι; Cycl. 500; einzeln bei sp. D.
См. также в других словарях:
εκσεύομαι — ἐκσεύομαι (Α) 1. ορμώ, εξορμώ, εξέρχομαι, τρέχω έξω («πυλέων ἐξέσσυτο φαίδιμος Ἕκτωρ», Ιλ. Η) 2. (για κρασί) ξεχύνομαι, χύνομαι προς τα έξω 3. (για ύπνο) εγκαταλείπω, φεύγω 4. (απολ.) εξορμώ, βγαίνω ορμητικά προς τα έξω, ξεχύνομαι («πᾱσαι δ… … Dictionary of Greek